νηποινεί: Difference between revisions
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
(Bailly1_3) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />impunément.<br />'''Étymologie:''' [[νήποινος]]. | |btext=<i>adv.</i><br />impunément.<br />'''Étymologie:''' [[νήποινος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νηποινεί]] και νηποινί (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[χωρίς]] [[τιμωρία]], ατιμώρητα, [[ατιμωρητί]] («τοὺς μοιχοὺς νομίζουσι πολλαὶ τῶν [[πόλεων]] [[νηποινεὶ]] ἀποκτείνειν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήποινος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>εί</i> / <i>ί</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αθε</i>-<i>εί</i>, <i>κληρωτ</i>-<i>ί</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv. of sq.,
A with impunity, esp. in phrase νηποινεὶ τεθνάναι, SIG194.10 (Amphipolis, iv B.C.), Lexap.And.1.95, Lexap.D.23.60, cf. Pl.Lg.874c; ν. ἀποκτείνειν (v.l. νήποινα) X.Hier.3.3.
French (Bailly abrégé)
adv.
impunément.
Étymologie: νήποινος.
Greek Monolingual
νηποινεί και νηποινί (Α)
επίρρ. χωρίς τιμωρία, ατιμώρητα, ατιμωρητί («τοὺς μοιχοὺς νομίζουσι πολλαὶ τῶν πόλεων νηποινεὶ ἀποκτείνειν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήποινος + επιρρμ. κατάλ. -εί / ί (πρβλ. αθε-εί, κληρωτ-ί)].