νοτάριος: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(6_15) |
(27) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νοτάριος''': ὁ, τὸ Λατιν. notarius, = [[γραμματεύς]], [[ὑπογραφεύς]], [[σημειογράφος]], [[ταχυγράφος]], Ἰουλιαν. 378Β, Ἀθαν. Ι, 621D, 752C, II, 744B, Βασίλ. IV, 1076C, Ἐπιφάν. ΙΙ, 376C, Εὐνάπ. 74. 12, Φιλόστοργ. 629D, Κύριλλ. Ἀλ. X, 164D, Ἀναστ. Σιν. 85Α. | |lstext='''νοτάριος''': ὁ, τὸ Λατιν. notarius, = [[γραμματεύς]], [[ὑπογραφεύς]], [[σημειογράφος]], [[ταχυγράφος]], Ἰουλιαν. 378Β, Ἀθαν. Ι, 621D, 752C, II, 744B, Βασίλ. IV, 1076C, Ἐπιφάν. ΙΙ, 376C, Εὐνάπ. 74. 12, Φιλόστοργ. 629D, Κύριλλ. Ἀλ. X, 164D, Ἀναστ. Σιν. 85Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[νοτάριος]], Μ και νοτάρης και νοτάρος)<br />[[αξίωμα]] εκκλησιαστικό και πολιτικό στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία που δήλωνε [[κατά]] καιρούς τον σημειογράφο, τον στενογράφο, τον γραμματέα, τον συμβολαιογράφο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(στα Επτάνησα [[κατά]] την περίοδο της φραγκοκρατίας και της τουρκοκρατίας) [[συμβολαιογράφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>notarius</i> «[[ταχυγράφος]], [[γραμματέας]]» <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>nota</i> «[[σημείο]], [[γράμμα]]». Ο τ. <i>νοτάρος</i> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>notaro</i> «[[συμβολαιογράφος]]» ενώ ο τ. <i>νοτάρης</i> <span style="color: red;"><</span> [[νοτάριος]] με [[αποβολή]] του -<i>ο</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>καβαλάριος</i> > [[καβαλάρης]]). Η ονομ. πληθ., εξάλλου, του [[νοτάριος]] (<i>νοτάριοι</i>) συνεστάλη σε -<i>οι</i> και οδήγησε στον σχηματισμό γεν. και αιτ. σε -<i>ρων</i> και -[[ρους]], [[αντί]] -<i>ρίων</i> και -<i>ρίους</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
νοτάριος: ὁ, τὸ Λατιν. notarius, = γραμματεύς, ὑπογραφεύς, σημειογράφος, ταχυγράφος, Ἰουλιαν. 378Β, Ἀθαν. Ι, 621D, 752C, II, 744B, Βασίλ. IV, 1076C, Ἐπιφάν. ΙΙ, 376C, Εὐνάπ. 74. 12, Φιλόστοργ. 629D, Κύριλλ. Ἀλ. X, 164D, Ἀναστ. Σιν. 85Α.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ νοτάριος, Μ και νοτάρης και νοτάρος)
αξίωμα εκκλησιαστικό και πολιτικό στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία που δήλωνε κατά καιρούς τον σημειογράφο, τον στενογράφο, τον γραμματέα, τον συμβολαιογράφο
νεοελλ.-μσν.
(στα Επτάνησα κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας και της τουρκοκρατίας) συμβολαιογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. notarius «ταχυγράφος, γραμματέας» < λατ. nota «σημείο, γράμμα». Ο τ. νοτάρος < ιταλ. notaro «συμβολαιογράφος» ενώ ο τ. νοτάρης < νοτάριος με αποβολή του -ο- (πρβλ. καβαλάριος > καβαλάρης). Η ονομ. πληθ., εξάλλου, του νοτάριος (νοτάριοι) συνεστάλη σε -οι και οδήγησε στον σχηματισμό γεν. και αιτ. σε -ρων και -ρους, αντί -ρίων και -ρίους].