πάφλασμα: Difference between revisions
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />bruit de l’eau qui bouillonne ; <i>fig.</i> τὰ παφλάσματα paroles ronflantes, bavardage.<br />'''Étymologie:''' [[παφλάζω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />bruit de l’eau qui bouillonne ; <i>fig.</i> τὰ παφλάσματα paroles ronflantes, bavardage.<br />'''Étymologie:''' [[παφλάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ [[παφλάζω]]<br />ο [[ήχος]] τών ανακινούμενων κυμάτων ή τών κυμάτων που σκάνε στην [[ακτή]], το [[ανάβρασμα]], [[παφλασμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[θόρυβος]] του νερού που τρέχει ορμητικά<br /><b>2.</b> ο [[θόρυβος]] υγρού που βράζει, [[κοχλασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ παφλάσματα</i><br />οι κομπασμοί, τα σαλιαρίσματα, οι μπούρδες, οι. μπουρμπουλήθρες. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A boiling : metaph., in pl., blusterings, Ar.Av.1243.
German (Pape)
[Seite 539] τό, das Schäumen u. übertr. nach B. A. 60, ψευδεῖς καὶ ἀλαζόνες λόγοι καὶ ἀναζέοντες ὥςπερ ἐκ πυρός, leere Prahlereien, wie es Ar. Av. 1243 braucht.
Greek (Liddell-Scott)
πάφλασμα: τό, τὸ ἀνάβρασμα ἐπὶ τῆς θαλάσσης· ― μεταφορ., παφλάσματα, θορυβώδη φυσήματα, κομπασμοί, φλυαρίαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1243· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει «φλασμός· τῦφος».
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
bruit de l’eau qui bouillonne ; fig. τὰ παφλάσματα paroles ronflantes, bavardage.
Étymologie: παφλάζω.
Greek Monolingual
το, ΝΑ παφλάζω
ο ήχος τών ανακινούμενων κυμάτων ή τών κυμάτων που σκάνε στην ακτή, το ανάβρασμα, παφλασμός
νεοελλ.
1. ο θόρυβος του νερού που τρέχει ορμητικά
2. ο θόρυβος υγρού που βράζει, κοχλασμός
αρχ.
στον πληθ. τὰ παφλάσματα
οι κομπασμοί, τα σαλιαρίσματα, οι μπούρδες, οι. μπουρμπουλήθρες.