πλανόδιος: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui va par les chemins de traverse.<br />'''Étymologie:''' [[πλάνος]], [[ὁδός]].
|btext=ος, ον :<br />qui va par les chemins de traverse.<br />'''Étymologie:''' [[πλάνος]], [[ὁδός]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[πλανόδιος]], -ία, -ον, ΝΑ, ιων. τ. [[πληνόδιος]], Α<br />αυτός που αποφεύγει τον [[κυρίως]] δρόμο και πορεύεται από [[στενά]], από μονοπάτια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιφέρεται στους δρόμους, που περιπλανιέται («[[πλανόδιος]] [[πωλητής]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πλανόδιο [[εμπόριο]]» — το [[εμπόριο]] που διεξάγεται από εμπόρους, αντιπροσώπους, οι οποίοι μετακινούνται από [[περιοχή]] σε [[περιοχή]] για την [[εξασφάλιση]] της πελατείας<br />β) «πλανόδιοι επιτηδευματίες» — [[κατηγορία]] μικροεπιτηδευματιών που ασκούν το επάγγελμἀ τους γυρίζοντας από [[περιοχή]] σε [[περιοχή]] ή στο ύπαιθρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὁδός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εισ</i>-<i>όδ</i>-<i>ιος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλανόδιος Medium diacritics: πλανόδιος Low diacritics: πλανόδιος Capitals: ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ
Transliteration A: planódios Transliteration B: planodios Transliteration C: planodios Beta Code: plano/dios

English (LSJ)

α, ον,

   A going by by-paths, wandering, h.Merc.75 [πλᾱ-, metri gr.]; cf. πληνοδία.

Greek (Liddell-Scott)

πλανόδιος: -α, -ον, ὁ πορευόμενος δι’ ἀτραπῶν, ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ, ὁ περιπλανώμενος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 75 (ἔνθα πλανοδίας) [[[ἔνθα]] πλᾱ-, χάριν τοῦ μέτρου]: ― παρ’ Ἡσυχ., «πληνοδίᾳ... τῇ πεπλανημένῃ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui va par les chemins de traverse.
Étymologie: πλάνος, ὁδός.

Greek Monolingual

-α, -ο / πλανόδιος, -ία, -ον, ΝΑ, ιων. τ. πληνόδιος, Α
αυτός που αποφεύγει τον κυρίως δρόμο και πορεύεται από στενά, από μονοπάτια
νεοελλ.
1. αυτός που περιφέρεται στους δρόμους, που περιπλανιέται («πλανόδιος πωλητής»)
2. φρ. α) «πλανόδιο εμπόριο» — το εμπόριο που διεξάγεται από εμπόρους, αντιπροσώπους, οι οποίοι μετακινούνται από περιοχή σε περιοχή για την εξασφάλιση της πελατείας
β) «πλανόδιοι επιτηδευματίες» — κατηγορία μικροεπιτηδευματιών που ασκούν το επάγγελμἀ τους γυρίζοντας από περιοχή σε περιοχή ή στο ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλανῶμαι + ὁδός + κατάλ. -ίος (πρβλ. εισ-όδ-ιος)].