περίκηπος: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(6_14)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίκηπος''': ὁ, [[κῆπος]] περὶ πόλιν τινὰ ἢ οἰκίαν, Διοδ. Ἐκλογ. 527. 63, Διογ. Λ. 9. 36. 2) [[δρόμος]] ἢ [[χῶρος]] [[πέριξ]] κήπου, Λόγγος 4. 20. 3) ἡ [[ἄκρα]] ἡ περὶ τὸ πεφυτευμένον [[μέρος]] τοῦ κήπου, «ἐν γὰρ τοῖς λεγομένοις περικηπίοις τὰ σέλινα καὶ τὰ πήγανα κατεφύτευον» Ἡσύχ. ἐν λέξ. οὐδ’ ἐν σελίνοις, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 480, Φώτ., Σουΐδ.
|lstext='''περίκηπος''': ὁ, [[κῆπος]] περὶ πόλιν τινὰ ἢ οἰκίαν, Διοδ. Ἐκλογ. 527. 63, Διογ. Λ. 9. 36. 2) [[δρόμος]] ἢ [[χῶρος]] [[πέριξ]] κήπου, Λόγγος 4. 20. 3) ἡ [[ἄκρα]] ἡ περὶ τὸ πεφυτευμένον [[μέρος]] τοῦ κήπου, «ἐν γὰρ τοῖς λεγομένοις περικηπίοις τὰ σέλινα καὶ τὰ πήγανα κατεφύτευον» Ἡσύχ. ἐν λέξ. οὐδ’ ἐν σελίνοις, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 480, Φώτ., Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[κήπος]] στο [[άκρο]] πόλης ή [[γύρω]] από [[οικία]]<br /><b>2.</b> [[δρόμος]] ή [[χώρος]] [[γύρω]] από κήπο<br /><b>3.</b> το [[περικήπιον]].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκηπος Medium diacritics: περίκηπος Low diacritics: περίκηπος Capitals: ΠΕΡΙΚΗΠΟΣ
Transliteration A: períkēpos Transliteration B: perikēpos Transliteration C: perikipos Beta Code: peri/khpos

English (LSJ)

ὁ,

   A garden near a town or round a house, PCair.Zen. 193.8 (iii B. C.), PSI5.547.22 (iii B. C.), D.S.34/5.2.13, D.L.9.36 ; opp. παράδεισος, Longus 4.19,28,29.    2 border of a garden-plot, Sch. Ar.V.478, Phot. and Suid. s.v. οὐδ' ἐν σελίνοις.

German (Pape)

[Seite 579] ὁ, Garten um die Stadt od. das Haus, Sp., vgl. D. L. 9, 36; auch Gang um den Garten herum, Long. 4, 20. 21. – Rand, Einfassung der Gartenbeete, Suid. u. Phot. οὐδ' ἐν σελίνοις; vgl. Schol. Ar. Vesp. 478.

Greek (Liddell-Scott)

περίκηπος: ὁ, κῆπος περὶ πόλιν τινὰ ἢ οἰκίαν, Διοδ. Ἐκλογ. 527. 63, Διογ. Λ. 9. 36. 2) δρόμοςχῶρος πέριξ κήπου, Λόγγος 4. 20. 3) ἡ ἄκρα ἡ περὶ τὸ πεφυτευμένον μέρος τοῦ κήπου, «ἐν γὰρ τοῖς λεγομένοις περικηπίοις τὰ σέλινα καὶ τὰ πήγανα κατεφύτευον» Ἡσύχ. ἐν λέξ. οὐδ’ ἐν σελίνοις, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 480, Φώτ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. κήπος στο άκρο πόλης ή γύρω από οικία
2. δρόμος ή χώρος γύρω από κήπο
3. το περικήπιον.