οικόπεδο: Difference between revisions
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
(28) |
(No difference)
|
Revision as of 12:04, 29 September 2017
Greek Monolingual
το (Α οἰκόπεδον) συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους ιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου και προορίζεται για οικοδόμηση ή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί κτίσμα (α. «το οικόπεδο είναι ακόμη εκτός σχεδίου» β. «πολλά οἰκιῶν ἔρημά ἐστιν ἐντὸς τῶν τειχῶν και οἰκόπεδα», Ξεν.)
νεοελλ.
μτφ. τομέας δραστηριότητας, κύκλος δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας («μην μπαίνεις σε ξένα οικόπεδα»)
αρχ.
1. η θέση μιας πόλης
2. οικοδόμημα, οικία («καὶ πλίνθον ἐκ τῶν οἰκοπέδων τῶν ἐγγὺς καθαιροῡντες», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -πεδον (< πέδον), πρβλ. κράσ-πεδον, στρατό-πεδον)].