Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οἰκόπεδον

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκόπεδον Medium diacritics: οἰκόπεδον Low diacritics: οικόπεδον Capitals: ΟΙΚΟΠΕΔΟΝ
Transliteration A: oikópedon Transliteration B: oikopedon Transliteration C: oikopedon Beta Code: oi)ko/pedon

English (LSJ)

τό,
A site of a house, place on which a house is or has been built, IG12.325.14 (prob.), X.Vect.2.6, Aeschin.1.182, Arist.Pol.1265b24; building-site, BGU906.21 (i A. D.), Dsc.2.158, etc.; site of a city, πόλεως Plb.15.23.10.
2 the house itself, building, Th.4.90, Pl.Lg. 741c.

German (Pape)

[Seite 302] τό, Haus-, Feuerstelle, die Stelle, auf der ein Haus steht od. stehen kann (οἰκιῶν κατεριφεισῶν ἐδάφη, Schol. Il. 4, 2); Thuc. 4, 90; Aesch. 1, 84; vgl. Xen. Vectig. 2, 6; οἰκοπέδων ἢ γηπέδων, Plat. Legg. V, 541 c; τὸ τῆς πόλεως, Grund u. Boden der Stadt, Pol. 15, 23, 10; Plut Anton. 71.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 emplacement d'une maison;
2 construction en gén., maison.
Étymologie: οἶκος, πέδον.

Russian (Dvoretsky)

οἰκόπεδον: τό
1 тж. pl. участок под домом Plat., Aeschin., Plut.;
2 развалины дома или пожарище Thuc.;
3 местоположение, территория (τῆς πόλεως Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκόπεδον: τό, ὡς καὶ νῦν, θέσις οἰκίας, τόπος, ἔδαφος, ἐφ’ οὗ ᾠκοδομήθη ἢ μέλλει νὰ οἰκοδομηθῇ οἰκία, Λατ. area domus, Ξεν. Πόρ. 2, 6, Αἰσχίν. 26. 9, Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 15· ὡσαύτως, ἡ θέσις πόλεώς τινος, Πολύβ. 15. 23. 10. 2) αὐτὴ ἡ οἰκία, οἰκοδόμημα, Θουκ. 4. 90, Πλάτ. Νόμ. 741C.

Greek Monotonic

οἰκόπεδον: τό,
1. θέση, τοποθεσία, έδαφος του σπιτιού, σε Ξεν., Αισχίν. κ.λπ.
2. το ίδιο το σπίτι, κτίριο, οικοδόμημα, σε Θουκ.

Middle Liddell

οἰκό-πεδον, ου, τό,
1. the site of a house, Xen., Aeschin., etc.
2. the house itself, a building, Thuc.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό οἶκος + πέδον (=ἔδαφος). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη οἶκος.