πολυδίνητος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠδίνητος''': -ον, ὁ πολλὰς ἐπικλάσεις καὶ καμπὰς ἔχων, φύλλῳ δ’ [[ἤπειρος]] πολυδινήτῳ [[περίμετρος]], περὶ τῆς Πελοποννήσου ἧς τὸ [[σχῆμα]] [[εἶναι]] ὅμοιον πρὸς [[φύλλον]] πλατάνου, Διον. Περιηγ. 407.
|lstext='''πολῠδίνητος''': -ον, ὁ πολλὰς ἐπικλάσεις καὶ καμπὰς ἔχων, φύλλῳ δ’ [[ἤπειρος]] πολυδινήτῳ [[περίμετρος]], περὶ τῆς Πελοποννήσου ἧς τὸ [[σχῆμα]] [[εἶναι]] ὅμοιον πρὸς [[φύλλον]] πλατάνου, Διον. Περιηγ. 407.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές καμπές, [[πολύκαμπτος]] («φύλλῳ δ' [[ἤπειρος]] πολυδινήτῳ [[περίμετρος]]» — λεγόταν για την Πελοπόννησο, της οποίας το [[σχήμα]] μοιάζει με [[φύλλο]] πλατάνου, Δίον.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δινητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δινῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αει</i>-<i>δίνητος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυδίνητος Medium diacritics: πολυδίνητος Low diacritics: πολυδίνητος Capitals: ΠΟΛΥΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: polydínētos Transliteration B: polydinētos Transliteration C: polydinitos Beta Code: poludi/nhtos

English (LSJ)

[ῑ], ον,

   A much-whirled, φύλλον D.P.407.

German (Pape)

[Seite 662] viel oder sehr gedreht, gewirbelt, gewunden, D. Per. 407, v. l. περιδίνητος.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠδίνητος: -ον, ὁ πολλὰς ἐπικλάσεις καὶ καμπὰς ἔχων, φύλλῳ δ’ ἤπειρος πολυδινήτῳ περίμετρος, περὶ τῆς Πελοποννήσου ἧς τὸ σχῆμα εἶναι ὅμοιον πρὸς φύλλον πλατάνου, Διον. Περιηγ. 407.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλές καμπές, πολύκαμπτος («φύλλῳ δ' ἤπειρος πολυδινήτῳ περίμετρος» — λεγόταν για την Πελοπόννησο, της οποίας το σχήμα μοιάζει με φύλλο πλατάνου, Δίον.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δινητός (< δινῶ), πρβλ. αει-δίνητος].