πομπευτής: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui figure dans une procession.<br />'''Étymologie:''' [[πομπεύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui figure dans une procession.<br />'''Étymologie:''' [[πομπεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[πομπεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συμμετέχει σε [[πομπή]]<br /><b>2.</b> ο [[διοργανωτής]] ή [[τελετάρχης]] πομπής<br /><b>αρχ.</b><br />(ως επίθ. αλόγων) αυτός τον οποίο ασκούσαν για τις πομπές στον ρωμαϊκό ιππόδρομο.
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομπευτής Medium diacritics: πομπευτής Low diacritics: πομπευτής Capitals: ΠΟΜΠΕΥΤΗΣ
Transliteration A: pompeutḗs Transliteration B: pompeutēs Transliteration C: pompeftis Beta Code: pompeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = πομπεύς 2, Id.7.72: as Adj., π. ἵππος πάντα διδάσκεται Iamb.post Polem.p.50 Hinck.    2 organizer or marshal of a procession, Luc. Nec.16.

German (Pape)

[Seite 678] ὁ, = πομπεύς, Luc. Necyom. 16, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

πομπευτής: -οῦ, ὁ, = πομπεὺς 2, Λουκ. Νεκυομ. 16.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui figure dans une procession.
Étymologie: πομπεύω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ πομπεύω
1. αυτός που συμμετέχει σε πομπή
2. ο διοργανωτής ή τελετάρχης πομπής
αρχ.
(ως επίθ. αλόγων) αυτός τον οποίο ασκούσαν για τις πομπές στον ρωμαϊκό ιππόδρομο.