πομπευτής: Difference between revisions
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui figure dans une procession.<br />'''Étymologie:''' [[πομπεύω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />qui figure dans une procession.<br />'''Étymologie:''' [[πομπεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ [[πομπεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συμμετέχει σε [[πομπή]]<br /><b>2.</b> ο [[διοργανωτής]] ή [[τελετάρχης]] πομπής<br /><b>αρχ.</b><br />(ως επίθ. αλόγων) αυτός τον οποίο ασκούσαν για τις πομπές στον ρωμαϊκό ιππόδρομο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = πομπεύς 2, Id.7.72: as Adj., π. ἵππος πάντα διδάσκεται Iamb.post Polem.p.50 Hinck. 2 organizer or marshal of a procession, Luc. Nec.16.
German (Pape)
[Seite 678] ὁ, = πομπεύς, Luc. Necyom. 16, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
πομπευτής: -οῦ, ὁ, = πομπεὺς 2, Λουκ. Νεκυομ. 16.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui figure dans une procession.
Étymologie: πομπεύω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ πομπεύω
1. αυτός που συμμετέχει σε πομπή
2. ο διοργανωτής ή τελετάρχης πομπής
αρχ.
(ως επίθ. αλόγων) αυτός τον οποίο ασκούσαν για τις πομπές στον ρωμαϊκό ιππόδρομο.