πολυνέφελος: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠνέφελος''': -ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν νεφῶν κατακεκαλυμμένος, [[λίαν]] [[νεφελώδης]], Ἐτυμολ. Μέγ. 7. 10, κτλ.· ― ὑπάρχει καὶ Δωρ. [[τύπος]] πολυνεφέλας, α, Πινδ. Ν. 3. 16.
|lstext='''πολῠνέφελος''': -ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν νεφῶν κατακεκαλυμμένος, [[λίαν]] [[νεφελώδης]], Ἐτυμολ. Μέγ. 7. 10, κτλ.· ― ὑπάρχει καὶ Δωρ. [[τύπος]] πολυνεφέλας, α, Πινδ. Ν. 3. 16.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, και δωρ. τ. [[πολυνεφέλας]], Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Ουρανού) αυτός που έχει [[πολλά]] νέφη, πολύ [[νεφελώδης]], καλυμμένος με σύννεφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νέφελος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νεφέλη]]), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>νέφελος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυνέφελος Medium diacritics: πολυνέφελος Low diacritics: πολυνέφελος Capitals: ΠΟΛΥΝΕΦΕΛΟΣ
Transliteration A: polynéphelos Transliteration B: polynephelos Transliteration C: polynefelos Beta Code: polune/felos

English (LSJ)

ον,

   A overcast with clouds, EM7.10; Dor. πολυνεφέλας, α, epith. of Οὐρανός, Pi.N.3.10.

German (Pape)

[Seite 667] mit vielen Wolken, sehr wolkig, Schol. Pind. N. 3, 10.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠνέφελος: -ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν νεφῶν κατακεκαλυμμένος, λίαν νεφελώδης, Ἐτυμολ. Μέγ. 7. 10, κτλ.· ― ὑπάρχει καὶ Δωρ. τύπος πολυνεφέλας, α, Πινδ. Ν. 3. 16.

Greek Monolingual

-ον, και δωρ. τ. πολυνεφέλας, Α
(ως προσωνυμία του Ουρανού) αυτός που έχει πολλά νέφη, πολύ νεφελώδης, καλυμμένος με σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. α-νέφελος].