νυκτιφρούρητος: Difference between revisions

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fait bonne garde la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[φρουρέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui fait bonne garde la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[φρουρέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νυκτιφρούρητος]], -ον (Α)<br />αυτός που φρουρεί, που καιροφυλακτεί τη [[νύχτα]] («νυκτιφρουρήτῳ θράσει», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> <i>φρουρῶ</i>).
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐφρούρητος Medium diacritics: νυκτιφρούρητος Low diacritics: νυκτιφρούρητος Capitals: ΝΥΚΤΙΦΡΟΥΡΗΤΟΣ
Transliteration A: nyktiphroúrētos Transliteration B: nyktiphrourētos Transliteration C: nyktifroyritos Beta Code: nuktifrou/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A watching by night, θράσος A.Pr.861.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτιφρούρητος: -ον, ὁ διὰ νυκτὸς φρουρῶν, φυλάττων, θράσος Αἰσχύλ. Πρ. 862.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait bonne garde la nuit.
Étymologie: νύξ, φρουρέω.

Greek Monolingual

νυκτιφρούρητος, -ον (Α)
αυτός που φρουρεί, που καιροφυλακτεί τη νύχτα («νυκτιφρουρήτῳ θράσει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φρουρῶ).