ξενολεκτώ: Difference between revisions
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
(27) |
(No difference)
|
Revision as of 12:06, 29 September 2017
Greek Monolingual
ξενολεκτῶ, -έω (Α)
χρησιμοποιώ παράξενη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -λεκτῶ (-λεκτος < λέγω), πρβλ. κυριο-λεκτώ].