ξηρώδης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(6_7)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξηρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἐνέχων ξηρότητα, Μέγ. Ἐτυμολογ. 557. 27.
|lstext='''ξηρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἐνέχων ξηρότητα, Μέγ. Ἐτυμολογ. 557. 27.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξηρώδης]], -ῶδες (Α) [[ξηρός]]<br />αυτός που δίνει την [[εντύπωση]] του ξηρού, που έχει [[ξηρότητα]].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηρώδης Medium diacritics: ξηρώδης Low diacritics: ξηρώδης Capitals: ΞΗΡΩΔΗΣ
Transliteration A: xērṓdēs Transliteration B: xērōdēs Transliteration C: ksirodis Beta Code: chrw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A dryish, looking dry, EM557.27.

German (Pape)

[Seite 279] ες, wie trocken, trocken aussehend, E. M. v. Λάσιος.

Greek (Liddell-Scott)

ξηρώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐνέχων ξηρότητα, Μέγ. Ἐτυμολογ. 557. 27.

Greek Monolingual

ξηρώδης, -ῶδες (Α) ξηρός
αυτός που δίνει την εντύπωση του ξηρού, που έχει ξηρότητα.