ξιφιός: Difference between revisions
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
(6_8) |
(27) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξῐφιός''': ἢ [[μᾶλλον]] ξίφιος, ὁ, = ξιφίας, Ἡσύχ., πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας [[ξιφιός]]. | |lstext='''ξῐφιός''': ἢ [[μᾶλλον]] ξίφιος, ὁ, = ξιφίας, Ἡσύχ., πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας [[ξιφιός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ξιφιός]] και [[ξίφιος]])<br />ο [[ξιφίας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ψαριού, γνωστού [[σήμερα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] κοκκινόψαρο<br /><b>2.</b> [[είδος]] λίθου<br /><b>3.</b> το [[πτηνό]] [[κίρκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[ξιφίας]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:06, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 280] ὁ, = ξιφίας, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφιός: ἢ μᾶλλον ξίφιος, ὁ, = ξιφίας, Ἡσύχ., πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας ξιφιός.
Greek Monolingual
ο (Α ξιφιός και ξίφιος)
ο ξιφίας
αρχ.
1. είδος ψαριού, γνωστού σήμερα με την κοινή ονομασία κοκκινόψαρο
2. είδος λίθου
3. το πτηνό κίρκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ξιφίας].