ξυλουργής: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
(6_7)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλουργής''': -ές, ὁ ἐκ ξύλου κατεσκευασμένος, [[διάφραγμα]] Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. Πολιτ. 3. 37.
|lstext='''ξῠλουργής''': -ές, ὁ ἐκ ξύλου κατεσκευασμένος, [[διάφραγμα]] Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. Πολιτ. 3. 37.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυλουργής]], -ές (Μ)<br />κατασκευασμένος από [[ξύλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλ</i>-<i>ουργής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλουργής Medium diacritics: ξυλουργής Low diacritics: ξυλουργής Capitals: ΞΥΛΟΥΡΓΗΣ
Transliteration A: xylourgḗs Transliteration B: xylourgēs Transliteration C: ksylourgis Beta Code: culourgh/s

English (LSJ)

ές,

   A made of wood, διάφραγμα Lyd.Mag.3.37.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλουργής: -ές, ὁ ἐκ ξύλου κατεσκευασμένος, διάφραγμα Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. Πολιτ. 3. 37.

Greek Monolingual

ξυλουργής, -ές (Μ)
κατασκευασμένος από ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -ουργής (< ἔργον), πρβλ. μεγαλ-ουργής].