ὀδυρτός: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />lamentable.<br />'''Étymologie:''' [[ὀδύρομαι]]. | |btext=ή, όν :<br />lamentable.<br />'''Étymologie:''' [[ὀδύρομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀδυρτός]], -ή, -όν (Α) [[οδύρομαι]]<br /><b>1.</b> [[αξιοθρήνητος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὀδυρτά</i><br />με οδυρμό («[[λόγχη]] τις ἐμπέπηγε μοι δι' ὀστέων ὀδυρτά», <b>Αριστοφ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A mourned for, lamentable, Plu.2.499f; φωνή Epigr.Gr.1003.4 : neut. ὀδυρτά, as Adv., painfully, Ar.Ach.1226.
German (Pape)
[Seite 295] beklagenswerth; Sp.; Ar. Ach. 1186 sagt auch λόγχη τις ἐμπέπηγέ μοι δι' ὀστέων ὀδυρτά, auf klägliche Weise.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδυρτός: -ή, -όν, (ὀδύρομαι) δι’ ὃν θρηνεῖ τις, ἀξιοθρήνητος, ὅπως τὰ προσπίπτοντα ἔξωθεν οἰκτρὰ καὶ ὀδυρτὰ ποιήσῃ Πλούτ. 2. 499F· φωνὴ Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1003, 4· ― ὀδυρτά, ὡς ἐπίρρ., μετ’ ὀδυρμοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1226 (ἔνθα κατὰ Σουΐδ.: «ὀδυρτή, ἀπὸ τοῦ ὀδύρεσθαι, τουτέστιν θρῆνον ἐμποιοῦσα καὶ ὀδυρμόν»).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
lamentable.
Étymologie: ὀδύρομαι.
Greek Monolingual
ὀδυρτός, -ή, -όν (Α) οδύρομαι
1. αξιοθρήνητος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀδυρτά
με οδυρμό («λόγχη τις ἐμπέπηγε μοι δι' ὀστέων ὀδυρτά», Αριστοφ.).