οἰκετεία: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />domesticité, domestiques, les gens.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέτης]].
|btext=ας (ἡ) :<br />domesticité, domestiques, les gens.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέτης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰκετεία]] και [[οἰκετία]], ἡ (Α) [[οικέτης]]<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών οικετών που υπηρετούσαν σε ένα [[σπίτι]], σε μία [[οικογένεια]], το [[σύνολο]] τών υπηρετών, τών δούλων («πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῑοι... οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῑς», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> καταναγκαστική [[εργασία]], [[δουλεία]] («ἀπολύειν [[κελεύω]] τοὺς ταῑς οικετείας ὄντας Ἰουδαίους», Ιώσ).
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκετεία Medium diacritics: οἰκετεία Low diacritics: οικετεία Capitals: ΟΙΚΕΤΕΙΑ
Transliteration A: oiketeía Transliteration B: oiketeia Transliteration C: oiketeia Beta Code: oi)ketei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A household of slaves, Str.14.5.2, Luc.Merc.Cond.15, IPE12.32B15 (Olbia), PTeb.285.6 (iii A. D.) :—later written οἰκετία, Epict.Ench.33.7.    2 servitude, Aristeas 14, al., J.AJ8.6.3.    3 slave population, Str.5.1.12, IGRom.4.1692.54 (Elaea).

German (Pape)

[Seite 299] ἡ, Hausgesinde, Dienerschaft, Luc. Merc. cond. 15; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκετεία: ἡ, τὸ σύνολον τῶν οἰκετῶν ἔν τινι οἰκογενείᾳ, Λατ. familia, Στράβ. 668, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 6, 3., 12. 2, 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 15˙ - οἰκετία εἶναι ἐσφαλμένος, ἢ τοὐλάχιστον μεταγεν. τύπος, ὡς ἐν Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 33. 7, ἴδε Λοβ. Φρύν. 505. 2) = δουλεία, Ἀριστέας 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
domesticité, domestiques, les gens.
Étymologie: οἰκέτης.

Greek Monolingual

οἰκετεία και οἰκετία, ἡ (Α) οικέτης
1. το σύνολο τών οικετών που υπηρετούσαν σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια, το σύνολο τών υπηρετών, τών δούλων («πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῑοι... οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῑς», Στράβ.)
2. καταναγκαστική εργασία, δουλεία («ἀπολύειν κελεύω τοὺς ταῑς οικετείας ὄντας Ἰουδαίους», Ιώσ).