οἰκιστής: Difference between revisions
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[οἰκιστήρ]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[οἰκιστήρ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[οἰκιστής]]) [[οικίζω]]<br />αυτός που οικίζει έναν [[τόπο]] με εποίκους, [[ιδρυτής]] πόλεως ή αποικίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καταρτίζει καταστατικούς νόμους για μία [[πόλη]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ οἰκισταί</i><br />(στη [[Ρώμη]]) οι [[τρεις]] άρχοντες, η [[τριανδρία]] που επιστατούσαν σε [[αποικία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A colonizer, founder of a city, IG 12.15.30, Hdt.4.159, 6.38, Th.1.24, 3.92, 6.3, etc. ; also of those who frame constitutions or charters for a city, Id.3.34, Pl.R.379a ; οἱ οἰ., = Lat. triumviri coloniae deducendae, App.BC1.24.
German (Pape)
[Seite 301] ὁ, = οἰκιστήρ, Ansiedler, Gründer einer Pflanzstadt, Thuc. 6, 3, νήσων, 1, 4; οἰκισταὶ ἐγένοντο Σπάρτης, Isocr. 4, 61; πόλεως, Plat. Rep. II, 379 a; Sp., wie App.; Luc. Dea Syr. 17.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκιστής: -οῦ, ὁ, ὡς τὸ οἰκιστήρ, ὁ οἰκίζων τόπον τινὰ δι’ ἐποίκων, ὁ ἱδρυτὴς πόλεως, Ἡρόδ. 4. 159, Θουκ. 1. 24., 3. 92., 6. 3, Πλάτ., κτλ.· ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 24, οἱ οἰκισταὶ εἶναι οἱ παρὰ Ρωμ. triumviri coloniae deducendae.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. οἰκιστήρ.
Greek Monolingual
ο (Α οἰκιστής) οικίζω
αυτός που οικίζει έναν τόπο με εποίκους, ιδρυτής πόλεως ή αποικίας
αρχ.
1. αυτός που καταρτίζει καταστατικούς νόμους για μία πόλη
2. στον πληθ. οἱ οἰκισταί
(στη Ρώμη) οι τρεις άρχοντες, η τριανδρία που επιστατούσαν σε αποικία.