οἰκείωμα: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> rapport de parenté <i>ou</i> d’amitié;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> rapport naturel, rapport de conformité.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκειόω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> rapport de parenté <i>ou</i> d’amitié;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> rapport naturel, rapport de conformité.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκειόω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰκείωμα]], τὸ (Α) [[οικειώ]]<br /><b>1.</b> [[σχέση]] συνάφειας με [[κάτι]], ωφέλιμη [[επίδραση]], χρήσιμη [[σχέση]] («τοιοῡτον ἔχειν τι [[οἰκείωμα]] πρὸς τὴν ἄμπελον εἰκὸς τὴν Αἰτναίαν σποδόν», Στραβ.)<br /><b>2.</b> ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, [[ιδιορρυθμία]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ οἰκειώματα</i><br />οικογενειακή [[υπόθεση]].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκείωμα Medium diacritics: οἰκείωμα Low diacritics: οικείωμα Capitals: ΟΙΚΕΙΩΜΑ
Transliteration A: oikeíōma Transliteration B: oikeiōma Transliteration C: oikeioma Beta Code: oi)kei/wma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A private or family affairs, Metrod.Fr.59.    2 affinity, πρός τι Str.6.2.3.    3 special feature, advantage, Epicur. Sent.Vat.41 (pl.), D.H.Rh.7.5.

German (Pape)

[Seite 299] τό, das Angeeignete, zum Freunde oder Verwandten Gewonnene, Verwandtschaft, D. Hal. rhet. 7, 5; übertr., τοιοῦτον ἔχειν τι οἰκείωμα πρὸς τὴν ἄμπελον τὴν Αἰτναίαν σποδόν, Strab. 6, 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκείωμα: τό, συγγένεια, σχέσις, πρός τι Στράβ. 269. 2) ἰδιορρυθμία, Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητορ. 7. 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 rapport de parenté ou d’amitié;
2 p. ext. rapport naturel, rapport de conformité.
Étymologie: οἰκειόω.

Greek Monolingual

οἰκείωμα, τὸ (Α) οικειώ
1. σχέση συνάφειας με κάτι, ωφέλιμη επίδραση, χρήσιμη σχέση («τοιοῡτον ἔχειν τι οἰκείωμα πρὸς τὴν ἄμπελον εἰκὸς τὴν Αἰτναίαν σποδόν», Στραβ.)
2. ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ιδιορρυθμία
3. στον πληθ. τὰ οἰκειώματα
οικογενειακή υπόθεση.