ὀλιγόπιστος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(T22)
(28)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ὀλιγοπιστου, ὁ, ἡ ([[ὀλίγος]] and [[πίστις]]), of [[little]] [[faith]], trusting [[too]] [[little]]: Luke 12:28. (Not [[found]] in [[secular]] authors)  
|txtha=ὀλιγοπιστου, ὁ, ἡ ([[ὀλίγος]] and [[πίστις]]), of [[little]] [[faith]], trusting [[too]] [[little]]: Luke 12:28. (Not [[found]] in [[secular]] authors)  
}}
{{grml
|mltxt=και [[λιγόπιστος]], -η, -ο (ΑΜ [[ὀλιγόπιστος]], -ον)<br />αυτός που έχει λίγη [[πίστη]], αυτός του οποίου εύκολα κλονίζεται η [[πίστη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[εμπιστοσύνη]] στους άλλους, [[δύσπιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[πιστός]]].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγόπιστος Medium diacritics: ὀλιγόπιστος Low diacritics: ολιγόπιστος Capitals: ΟΛΙΓΟΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: oligópistos Transliteration B: oligopistos Transliteration C: oligopistos Beta Code: o)ligo/pistos

English (LSJ)

ον,

   A of little faith, Ev.Matt.8.26, al., Sext.Sent. 6.

German (Pape)

[Seite 321] mit wenigem Glauben, kleingläubig, Matth. 6, 30.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόπιστος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγην πίστιν, Εὐάγγ. κ. Ματθ. η΄, 26, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a peu de foi, de peu de foi.
Étymologie: ὀλίγος, πίστις.

English (Strong)

from ὀλίγος and πίστις; incredulous, i.e. lacking confidence (in Christ): of little faith.

English (Thayer)

ὀλιγοπιστου, ὁ, ἡ (ὀλίγος and πίστις), of little faith, trusting too little: Luke 12:28. (Not found in secular authors)

Greek Monolingual

και λιγόπιστος, -η, -ο (ΑΜ ὀλιγόπιστος, -ον)
αυτός που έχει λίγη πίστη, αυτός του οποίου εύκολα κλονίζεται η πίστη
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει εμπιστοσύνη στους άλλους, δύσπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + πιστός].