ὀλεσίπτολις: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλεσίπτολις''': ὁ, ἡ, ὁ καταστρέφων τὰς πόλεις, Τρυφιόδωρ. ([[γραπτέον]] Τριφ-) 453. 683. | |lstext='''ὀλεσίπτολις''': ὁ, ἡ, ὁ καταστρέφων τὰς πόλεις, Τρυφιόδωρ. ([[γραπτέον]] Τριφ-) 453. 683. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀλεσίπτολις]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει την [[πόλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ολεσι</i>- του [[ὄλλυμι]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἀπόλεσις</i>, <i>ὤλεσα</i>) <span style="color: red;">+</span> [[πτόλις]], επικ. τ. της λ. [[πόλις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A city-destroying, Tryph.453,683.
German (Pape)
[Seite 319] Städte zerstörend, Tryphiod. 453. 683.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλεσίπτολις: ὁ, ἡ, ὁ καταστρέφων τὰς πόλεις, Τρυφιόδωρ. (γραπτέον Τριφ-) 453. 683.
Greek Monolingual
ὀλεσίπτολις, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει την πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι- του ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + πτόλις, επικ. τ. της λ. πόλις.