οἰοχίτων: Difference between revisions
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(Autenrieth) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ωνος: [[with]] [[tunic]] only, Od. 14.489†. | |auten=ωνος: [[with]] [[tunic]] only, Od. 14.489†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οἰοχίτων]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που [[φορά]] έναν χιτώνα, ο [[ελαφρά]] ντυμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-<i>χίτων</i>)].———————— <b>(II)</b><br />[[οἰοχίτων]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που [[φορά]] χιτώνα από [[δέρμα]] ή [[μαλλί]] προβάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄις</i> / <i>οἶς</i>, <i>οἰός</i> «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>οινο</i>-<i>χίτων</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
[χῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A with only a tunic on, lightly clad, Od.14.489, Nonn.D.8.16 (expld. as = προβατοχίτων, in a sheep-skin tunic, Hsch.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰοχίτων: [χῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, μονοχίτων, οὐ γὰρ ἔχω χλαῖναν· παρά μ’ ἤπαφε δαίμων οἰοχίτων’ ἔμεναι Ὀδ. Ξ. 489· - ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ προβατοχίτων, ὁ ἔχων χιτῶνα ἐκ δέρματος ἢ μαλλοῦ προβάτου. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τομ. Α΄, σ. 116.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
vêtu d’une simple tunique, légèrement vêtu.
Étymologie: οἶος, χιτών.
English (Autenrieth)
ωνος: with tunic only, Od. 14.489†.
Greek Monolingual
(I)
οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορά έναν χιτώνα, ο ελαφρά ντυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + χιτών (πρβλ. μονο-χίτων)].———————— (II)
οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορά χιτώνα από δέρμα ή μαλλί προβάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» + χιτών (πρβλ. οινο-χίτων)].