ὀλιγοδάπανος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
(6_17)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγοδάπᾰνος''': -ον, ὁ δαπανῶν ὀλίγα, Ἐτυμολ. Μεγ. ἐν λεξ. [[εὐτελής]].
|lstext='''ὀλῐγοδάπᾰνος''': -ον, ὁ δαπανῶν ὀλίγα, Ἐτυμολ. Μεγ. ἐν λεξ. [[εὐτελής]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[λιγοδάπανος]], -η, -ο (Α [[ὀλιγοδάπανος]], -ον)<br />αυτός που ξοδεύει [[λίγα]], [[ολιγοέξοδος]], [[φειδωλός]], [[οικονόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός για τον οποίο απαιτείται μικρή [[δαπάνη]], [[φτηνός]], [[οικονομικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[δαπάνη]], <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-[[δάπανος]].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοδάπᾰνος Medium diacritics: ὀλιγοδάπανος Low diacritics: ολιγοδάπανος Capitals: ΟΛΙΓΟΔΑΠΑΝΟΣ
Transliteration A: oligodápanos Transliteration B: oligodapanos Transliteration C: oligodapanos Beta Code: o)ligoda/panos

English (LSJ)

[δᾰ], ον,

   A consuming or spending little, Suid. s.v. εὐτελής.

German (Pape)

[Seite 320] wenig verzehrend, aufwendend, Erkl. von εὐτελής, E. M., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοδάπᾰνος: -ον, ὁ δαπανῶν ὀλίγα, Ἐτυμολ. Μεγ. ἐν λεξ. εὐτελής.

Greek Monolingual

και λιγοδάπανος, -η, -ο (Α ὀλιγοδάπανος, -ον)
αυτός που ξοδεύει λίγα, ολιγοέξοδος, φειδωλός, οικονόμος
νεοελλ.
αυτός για τον οποίο απαιτείται μικρή δαπάνη, φτηνός, οικονομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + δαπάνη, πρβλ. πολυ-δάπανος.