ὀλιγοδάπανος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
(6_17) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλῐγοδάπᾰνος''': -ον, ὁ δαπανῶν ὀλίγα, Ἐτυμολ. Μεγ. ἐν λεξ. [[εὐτελής]]. | |lstext='''ὀλῐγοδάπᾰνος''': -ον, ὁ δαπανῶν ὀλίγα, Ἐτυμολ. Μεγ. ἐν λεξ. [[εὐτελής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[λιγοδάπανος]], -η, -ο (Α [[ὀλιγοδάπανος]], -ον)<br />αυτός που ξοδεύει [[λίγα]], [[ολιγοέξοδος]], [[φειδωλός]], [[οικονόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός για τον οποίο απαιτείται μικρή [[δαπάνη]], [[φτηνός]], [[οικονομικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[δαπάνη]], <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-[[δάπανος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
[δᾰ], ον,
A consuming or spending little, Suid. s.v. εὐτελής.
German (Pape)
[Seite 320] wenig verzehrend, aufwendend, Erkl. von εὐτελής, E. M., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοδάπᾰνος: -ον, ὁ δαπανῶν ὀλίγα, Ἐτυμολ. Μεγ. ἐν λεξ. εὐτελής.
Greek Monolingual
και λιγοδάπανος, -η, -ο (Α ὀλιγοδάπανος, -ον)
αυτός που ξοδεύει λίγα, ολιγοέξοδος, φειδωλός, οικονόμος
νεοελλ.
αυτός για τον οποίο απαιτείται μικρή δαπάνη, φτηνός, οικονομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + δαπάνη, πρβλ. πολυ-δάπανος.