ὁμαδεύω: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(6_1)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμᾰδεύω''': ([[ὅμαδος]]) [[ἀθροίζω]], κοινῶς μαζεύω, Ἡσύχ.· [[σωρεύω]], «ὡμάδευσεν, ἐσώρευσεν» Σουΐδ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 158.
|lstext='''ὁμᾰδεύω''': ([[ὅμαδος]]) [[ἀθροίζω]], κοινῶς μαζεύω, Ἡσύχ.· [[σωρεύω]], «ὡμάδευσεν, ἐσώρευσεν» Σουΐδ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 158.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμαδεύω]] (Α) [[όμαδος]]<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και [[κατά]] το λεξ. Σούδ.) [[αθροίζω]], [[σωρεύω]].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμᾰδεύω Medium diacritics: ὁμαδεύω Low diacritics: ομαδεύω Capitals: ΟΜΑΔΕΥΩ
Transliteration A: homadeúō Transliteration B: homadeuō Transliteration C: omadeyo Beta Code: o(madeu/w

English (LSJ)

(ὅμαδος)

   A collect, Hsch., Suid.

German (Pape)

[Seite 328] versammeln, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμᾰδεύω: (ὅμαδος) ἀθροίζω, κοινῶς μαζεύω, Ἡσύχ.· σωρεύω, «ὡμάδευσεν, ἐσώρευσεν» Σουΐδ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 158.

Greek Monolingual

ὁμαδεύω (Α) όμαδος
(κατά τον Ησύχ. και κατά το λεξ. Σούδ.) αθροίζω, σωρεύω.