ὀμματοστερής: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> privé de la vue;<br /><b>2</b> qui prive de la vue.<br />'''Étymologie:''' [[ὄμμα]], [[στερέω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> privé de la vue;<br /><b>2</b> qui prive de la vue.<br />'''Étymologie:''' [[ὄμμα]], [[στερέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀμματοστερής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει οφθαλμούς<br /><b>2.</b> αυτός που στερεί από κάποιον τους οφθαλμούς («φλογμὸς ὀμματοστερὴς φυτῶν» — ο [[καύσωνας]] στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια τους, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄμμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέρομαι]] «στερούμαι»), <b>πρβλ.</b> <i>ηλιο</i>-<i>στερής</i>, <i>πατρο</i>-<i>στερής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμμᾰτοστερής Medium diacritics: ὀμματοστερής Low diacritics: ομματοστερής Capitals: ΟΜΜΑΤΟΣΤΕΡΗΣ
Transliteration A: ommatosterḗs Transliteration B: ommatosterēs Transliteration C: ommatosteris Beta Code: o)mmatosterh/s

English (LSJ)

ές,

   A bereft of eyes, S.OC1260, E.Ph.327 (lyr.).    II Act., depriving of eyes, φλογμὸς ὀ. φυτῶν heat that robs plants of their eyes or buds, A.Eu.940 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 332] ές, der Augen beraubt; κρᾶς, Soph. O. C. 1262; Eur. Phoen. 331. – Auch act., der Augen beraubend, blendend, φλογμός τ' ὀμ. φυτῶν, Aesch. Eum. 900.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμμᾰτοστερής: -ές, ὁ ἐστερημένος τῶν ὀφθαλμῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1260, Εὐρ. Φοίν. 328. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἀποστερῶν τῶν ὀφθαλμῶν, φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν, θερμότης ἥτις στερεῖ τὰ φυτὰ τῶν ὀφθαλμῶν («μπουμπουκίων») αὐτῶν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 940.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 privé de la vue;
2 qui prive de la vue.
Étymologie: ὄμμα, στερέω.

Greek Monolingual

ὀμματοστερής, -ές (Α)
1. αυτός που δεν έχει οφθαλμούς
2. αυτός που στερεί από κάποιον τους οφθαλμούς («φλογμὸς ὀμματοστερὴς φυτῶν» — ο καύσωνας στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια τους, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, -ατος + -στερής (< στέρομαι «στερούμαι»), πρβλ. ηλιο-στερής, πατρο-στερής].