ομοιοπαθής: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
(28) |
(No difference)
|
Revision as of 12:09, 29 September 2017
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὁμοιοπαθής, -ές)
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με άλλον ή με άλλους, αυτός που παθαίνει τα ίδια δεινά με άλλον ή με άλλους
2. (για πράγματα) αυτός που υπόκειται στους ίδιους νόμους στους οποίους υπόκεινται και άλλοι.
επίρρ...
ὁμοιοπαθῶς (Μ)
με τρόπο ομοιοπαθή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -παθής (< πάθος), πρβλ. πολυ-παθής].