ὁμοήθης: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui a les mêmes mœurs <i>ou</i> le même caractère.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[ἦθος]].
|btext=ης, ες :<br />qui a les mêmes mœurs <i>ou</i> le même caractère.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[ἦθος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμοήθης]], -ες (ΑΜ, Α και [[ὁμήθης]], -ες)<br />αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλο</i>-<i>ήθης</i>].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοήθης Medium diacritics: ὁμοήθης Low diacritics: ομοήθης Capitals: ΟΜΟΗΘΗΣ
Transliteration A: homoḗthēs Transliteration B: homoēthēs Transliteration C: omoithis Beta Code: o(moh/qhs

English (LSJ)

ες,

   A of the same habits or character, Pl.Grg.510c, Arist.EN1157a11 : Comp. -έστερος ib.1162a12 ; cf. ὁμήθης.

German (Pape)

[Seite 334] ες, von demselben Character; Plat. Gorg. 510 c; καὶ ὁμοπαθεῖς, Arist. Eth. 8, 11. S. auch ὁμήθης.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοήθης: -ες, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ ἤθη, τὸν αὐτὸν χαρακτῆρα, Πλάτ. Γοργ. 510C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 11, 5· ὁμοηθέστερος αὐτόθι 12, 6· ὡσαύτως ὁμήθης.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui a les mêmes mœurs ou le même caractère.
Étymologie: ὁμός, ἦθος.

Greek Monolingual

ὁμοήθης, -ες (ΑΜ, Α και ὁμήθης, -ες)
αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. καλο-ήθης].