ὁμοιογενής: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />de même race, de même genre.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμοιος]], [[γένος]]. | |btext=ής, ές :<br />de même race, de même genre.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμοιος]], [[γένος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[ὁμοιογενής]], -ές)<br />αυτός που ανήκει στο ίδιο [[γένος]] ή [[είδος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ίδια]] [[προέλευση]] ή ίδιες επιδιώξεις<br /><b>2.</b> [[ομοιόμορφος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοιογενώς</i> (Α ὁμοιογενῶς)<br />με ομοιογενή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ομο</i>-<i>γενής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A akin, of like kind, Arist. GA715b9, Placit.4.19.2 ; ἀρεταί D.H.Pomp.3. Adv. -νῶς An.Ox.4.273.
German (Pape)
[Seite 334] ές, von gleicher. Geburt, gleichem Geschlechte, gleicher Gattung, Arist. gen. an. 1, 1 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιογενής: -ές, ὁ ἐξ ὁμοίου γένους, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 1, 7, Πλούτ. 2. 902C. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁμοιογενῆ· ὁμόφυλον. συγγενικὸν» ― Ἐπίρρ. -νῶς, Γραμμ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de même race, de même genre.
Étymologie: ὅμοιος, γένος.
Greek Monolingual
-ές (Α ὁμοιογενής, -ές)
αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ίδια προέλευση ή ίδιες επιδιώξεις
2. ομοιόμορφος.
επίρρ...
ομοιογενώς (Α ὁμοιογενῶς)
με ομοιογενή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -γενής (< γένος), πρβλ. ομο-γενής].