ὁμόκοιτος: Difference between revisions
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(6_16) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμόκοιτος''': -ον, = [[ὁμόλεκτρος]], Ἡλιόδ. 6. 8, κλ.· ― ὁμόκοιτις, ἡ, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἄκοιτις, Πλάτ. Κρατ. 405D. | |lstext='''ὁμόκοιτος''': -ον, = [[ὁμόλεκτρος]], Ἡλιόδ. 6. 8, κλ.· ― ὁμόκοιτις, ἡ, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἄκοιτις, Πλάτ. Κρατ. 405D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμόκοιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κοιμάται στην [[ίδια]] [[κλίνη]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], ο συγκοιμώμενος, ο [[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κοίτη]] «[[κρεβάτι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = ὁμόλεκτρος, Hld.6.8, etc. :—fem. ὁμό-κοιτις, ἡ, to explain ἄκοιτις, Pl.Cra.405d.
German (Pape)
[Seite 337] zusammen liegend, -schlafend, Gatte, Gattinn, Heliod. 6, 8 u. a. Sp., wie Schol. Aesch. Pers. 686.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόκοιτος: -ον, = ὁμόλεκτρος, Ἡλιόδ. 6. 8, κλ.· ― ὁμόκοιτις, ἡ, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἄκοιτις, Πλάτ. Κρατ. 405D.
Greek Monolingual
ὁμόκοιτος, -ον (Α)
αυτός που κοιμάται στην ίδια κλίνη μαζί με κάποιον άλλο, ο συγκοιμώμενος, ο σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κοίτη «κρεβάτι»].