ὀξύπους: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(Bailly1_4) |
(29) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ύποδος<br />aux pieds agiles.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[πούς]]. | |btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ύποδος<br />aux pieds agiles.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[πούς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ουν (Α [[ὀξύπους]], -ουν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών σταφυλινιδών, που περιλαμβάνει [[μικρόσωμα]] είδη του βόρειου ημισφαιρίου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βαδίζει [[γρήγορα]], [[ταχύπους]], [[γοργοπόδαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] (<b>πρβλ.</b> [[ταχύπους]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, swift-footed, E.Or.1550 (troch.).
German (Pape)
[Seite 353] ποδος, schnellfüßig, Eur. Or. 1550. Bei B. A. 442 Erkl. von ἀργίπους.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων ταχεῖς πόδας, ὠκύπους, Εὐρ. Ὀρ. 1550.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ύποδος
aux pieds agiles.
Étymologie: ὀξύς, πούς.
Greek Monolingual
-ουν (Α ὀξύπους, -ουν)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών σταφυλινιδών, που περιλαμβάνει μικρόσωμα είδη του βόρειου ημισφαιρίου
αρχ.
αυτός που βαδίζει γρήγορα, ταχύπους, γοργοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + πούς (πρβλ. ταχύπους)].