ὀπωρικός: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(6_11) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀπωρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς καρπόν, Γαλην.· [[ὡσαύτως]] [[ὀπώριμος]], Σουΐδ. 2) = [[ὀπωρινός]], Γεωπ. 4. 1, 14. | |lstext='''ὀπωρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς καρπόν, Γαλην.· [[ὡσαύτως]] [[ὀπώριμος]], Σουΐδ. 2) = [[ὀπωρινός]], Γεωπ. 4. 1, 14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀπωρικός]], -ή, -όν) [[οπώρα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[οπώρα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οπωρικό</i>(<i>ν</i>)<br />[[φρούτο]], [[εδώδιμος]] [[καρπός]] οπωροφόρου δένδρου<br /><b>μσν.</b><br />[[οπωρινός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὀπωρική</i><br />[[ονομασία]] φαρμάκου για τη [[δυσεντερία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of fruit: in fem. -κή, ἡ, name of a remedy for dysentery, Plin.HN24.129. 2 = ὀπωρινός, Gp.4.1.14.
German (Pape)
[Seite 364] zur ὀπώρα gehörig, von Obst gemacht, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς καρπόν, Γαλην.· ὡσαύτως ὀπώριμος, Σουΐδ. 2) = ὀπωρινός, Γεωπ. 4. 1, 14.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὀπωρικός, -ή, -όν) οπώρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οπώρα
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το οπωρικό(ν)
φρούτο, εδώδιμος καρπός οπωροφόρου δένδρου
μσν.
οπωρινός
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀπωρική
ονομασία φαρμάκου για τη δυσεντερία.