ὀρνεάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(6_5)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρνεάζομαι''': ἀποθ., [[θηρεύω]] ὄρνεα, καὶ μεταφορ., κρατῶ τὴν κεφαλήν μου ὑψηλὰ ὡς ὁ [[ὀρνιθοθήρας]] ὁ περισκοπῶν πρὸς εὕρεσιν θηράματος, Ἡσύχ.
|lstext='''ὀρνεάζομαι''': ἀποθ., [[θηρεύω]] ὄρνεα, καὶ μεταφορ., κρατῶ τὴν κεφαλήν μου ὑψηλὰ ὡς ὁ [[ὀρνιθοθήρας]] ὁ περισκοπῶν πρὸς εὕρεσιν θηράματος, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρνεάζομαι]] (Α) [[όρνεον]]<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]] με το [[κυνήγι]] ορνέων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κρατώ]] το [[κεφάλι]] [[ψηλά]], όπως ο [[κυνηγός]] που ψάχνει για το θήραμά του.
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνεάζομαι Medium diacritics: ὀρνεάζομαι Low diacritics: ορνεάζομαι Capitals: ΟΡΝΕΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: orneázomai Transliteration B: orneazomai Transliteration C: orneazomai Beta Code: o)rnea/zomai

English (LSJ)

   A carry the head high, like a fowler looking out for birds, Com.Adesp. 1202.

German (Pape)

[Seite 382] Vögel fangen, u. übertr., sprichwörtlich, den Kopf in der Höhe tragen, wie ein Vogelsteller, der Vögel sucht, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνεάζομαι: ἀποθ., θηρεύω ὄρνεα, καὶ μεταφορ., κρατῶ τὴν κεφαλήν μου ὑψηλὰ ὡς ὁ ὀρνιθοθήρας ὁ περισκοπῶν πρὸς εὕρεσιν θηράματος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀρνεάζομαι (Α) όρνεον
1. ασχολούμαι με το κυνήγι ορνέων
2. μτφ. κρατώ το κεφάλι ψηλά, όπως ο κυνηγός που ψάχνει για το θήραμά του.