ὀρνεόμαντις: Difference between revisions
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(6_15) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρνεόμαντις''': ὁ, τὸ Λατιν. auspex, ὁ διὰ τῶν ὀρνέων μαντευόμενος, [[οἰωνοσκόπος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 718. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537. | |lstext='''ὀρνεόμαντις''': ὁ, τὸ Λατιν. auspex, ὁ διὰ τῶν ὀρνέων μαντευόμενος, [[οἰωνοσκόπος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 718. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρνεόμαντις]], -εως, ὁ (Α)<br />αυτός που προβλέπει το [[μέλλον]] από την [[παρατήρηση]] της πτήσης τών ορνέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνεον]] <span style="color: red;">+</span> [[μάντις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ὁ, = Lat.
A augur or auspex, Sch.Ar.Av.718.
German (Pape)
[Seite 382] ὁ, der Vogelwahrsager, der Vogelzeichendeuter, Schol. Ar. Av. 718.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνεόμαντις: ὁ, τὸ Λατιν. auspex, ὁ διὰ τῶν ὀρνέων μαντευόμενος, οἰωνοσκόπος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 718. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.
Greek Monolingual
ὀρνεόμαντις, -εως, ὁ (Α)
αυτός που προβλέπει το μέλλον από την παρατήρηση της πτήσης τών ορνέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + μάντις.