ὀρφός: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
(6_1)
(29)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρφός''': (ἢ ὄρφος κατὰ τὸν Χοιροβ.), ὁ, Ἀττ. ὀρφὼς (Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 99), ἀλλὰ κατὰ τὸν Χοιροβοσκ. τ. 1, σ. 260, 27, ὀρφῶς, «σεσημείωται τὸ ὀρφῶς καὶ λαγῶς περισπώμενα, [[ταῦτα]] γὰρ οὐκ ἐφύλαξαν τὸν τόνον τῶν κοινῶν» κτλ., ὁ καὶ νῦν καλούμενος [[ὀρφός]], καὶ μεταθέσει γραμμάτων «ῥοφός», [[ἔνιοι]] καλοῦσιν αὐτὸν νῦν καὶ δι’ ἄλλων ὀνομάτων, [[οἷον]] ἀχελούδαν ἢ χελούδαν καὶ πετρόψαρον, καθ’ ἃ λέγει ὁ Βελλώνιος, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 82, Ἀριστοφ. Σφ. 493, [[Πλάτων]] Κωμ. ἐν «Κλεοφῶντι» 1, κ. ἀλλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 24., 8. 13, 3, κ. ἀλλ.· orphus rubens, Πινδ. 32. 54.
|lstext='''ὀρφός''': (ἢ ὄρφος κατὰ τὸν Χοιροβ.), ὁ, Ἀττ. ὀρφὼς (Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 99), ἀλλὰ κατὰ τὸν Χοιροβοσκ. τ. 1, σ. 260, 27, ὀρφῶς, «σεσημείωται τὸ ὀρφῶς καὶ λαγῶς περισπώμενα, [[ταῦτα]] γὰρ οὐκ ἐφύλαξαν τὸν τόνον τῶν κοινῶν» κτλ., ὁ καὶ νῦν καλούμενος [[ὀρφός]], καὶ μεταθέσει γραμμάτων «ῥοφός», [[ἔνιοι]] καλοῦσιν αὐτὸν νῦν καὶ δι’ ἄλλων ὀνομάτων, [[οἷον]] ἀχελούδαν ἢ χελούδαν καὶ πετρόψαρον, καθ’ ἃ λέγει ὁ Βελλώνιος, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 82, Ἀριστοφ. Σφ. 493, [[Πλάτων]] Κωμ. ἐν «Κλεοφῶντι» 1, κ. ἀλλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 24., 8. 13, 3, κ. ἀλλ.· orphus rubens, Πινδ. 32. 54.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀρφώς]] και ὀρφῶς και [[ὄρφος]] και [[ὀρφός]])<br />το [[ψάρι]] [[ροφός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρά τις δυσερμήνευτες μορφολογικές διαφορές, η λ. [[ὀρφός]] / [[ὀρφώς]] συνδέεται με τις λ. [[ὄρφνη]] «[[σκοτάδι]]», [[ὀρφνός]] «[[σκούρος]]», λόγω του σκούρου φαιού χρώματος του ψαριού [[αυτού]]. Ο τ. <i>ὀρφ</i>-<i>ώς</i> εμφανίζει την κατάλ. -<i>ώς</i> της αττ. κλίσης, η οποία απαντά και σε άλλες ονομ. ψαριών (<b>πρβλ.</b> <i>αχαρν</i>-<i>ώς</i>) και πιθ. έχει προέλθει αναλογικά [[προς]] το -<i>ω</i>- της λ. <i>λαγ</i>-<i>ώς</i> (<b>βλ. λ.</b> [[λαγώς]]). Τέλος, η [[άποψη]] ότι το ουσ. [[ὀρφός]] προέρχεται από το θ. του <i>ὀρφ</i>-<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ορφο</i>-[[βότης]]), πιθ. λόγω του ότι το [[ψάρι]] αυτό ζει μόνο του, δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 389] ή, όν, = ὀρφανός (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρφός: (ἢ ὄρφος κατὰ τὸν Χοιροβ.), ὁ, Ἀττ. ὀρφὼς (Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 99), ἀλλὰ κατὰ τὸν Χοιροβοσκ. τ. 1, σ. 260, 27, ὀρφῶς, «σεσημείωται τὸ ὀρφῶς καὶ λαγῶς περισπώμενα, ταῦτα γὰρ οὐκ ἐφύλαξαν τὸν τόνον τῶν κοινῶν» κτλ., ὁ καὶ νῦν καλούμενος ὀρφός, καὶ μεταθέσει γραμμάτων «ῥοφός», ἔνιοι καλοῦσιν αὐτὸν νῦν καὶ δι’ ἄλλων ὀνομάτων, οἷον ἀχελούδαν ἢ χελούδαν καὶ πετρόψαρον, καθ’ ἃ λέγει ὁ Βελλώνιος, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 82, Ἀριστοφ. Σφ. 493, Πλάτων Κωμ. ἐν «Κλεοφῶντι» 1, κ. ἀλλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 24., 8. 13, 3, κ. ἀλλ.· orphus rubens, Πινδ. 32. 54.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀρφώς και ὀρφῶς και ὄρφος και ὀρφός)
το ψάρι ροφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρά τις δυσερμήνευτες μορφολογικές διαφορές, η λ. ὀρφός / ὀρφώς συνδέεται με τις λ. ὄρφνη «σκοτάδι», ὀρφνός «σκούρος», λόγω του σκούρου φαιού χρώματος του ψαριού αυτού. Ο τ. ὀρφ-ώς εμφανίζει την κατάλ. -ώς της αττ. κλίσης, η οποία απαντά και σε άλλες ονομ. ψαριών (πρβλ. αχαρν-ώς) και πιθ. έχει προέλθει αναλογικά προς το -ω- της λ. λαγ-ώς (βλ. λ. λαγώς). Τέλος, η άποψη ότι το ουσ. ὀρφός προέρχεται από το θ. του ὀρφ-ανός (πρβλ. ορφο-βότης), πιθ. λόγω του ότι το ψάρι αυτό ζει μόνο του, δεν θεωρείται πιθανή].