ὀστάγρα: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
(6_9) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀστάγρα''': ἡ, ([[ὀστέον]]) λαβὶς πρὸς ἐξαγωγὴν συντριμμάτων ὀστῶν, Γαλην. ΙΙ. = [[ὀστεοκόπος]] Ι, Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 2. | |lstext='''ὀστάγρα''': ἡ, ([[ὀστέον]]) λαβὶς πρὸς ἐξαγωγὴν συντριμμάτων ὀστῶν, Γαλην. ΙΙ. = [[ὀστεοκόπος]] Ι, Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ὀστάγρα]])<br />η [[οστεάγρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λαβίδα]] χρήσιμη για την [[εξαγωγή]] συντριμμάτων οστού<br /><b>2.</b> [[οστεοκόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀστέον]] / [[ὀστοῦν]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>μυ</i>-[[άγρα]], <i>πυρ</i>-[[άγρα]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ
A, (ὀστέον) forceps for extracting splinters of bone, Sor.2.63, Gal.10.449, Heliod. ap. Orib.44.11.7. II = ὀστεοκόπος, Thphr. Lass.2.
German (Pape)
[Seite 398] ἡ, die Zange, um die Splitter zerbrochener Knochen herauszuholen, Galen., auch ein Kraut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστάγρα: ἡ, (ὀστέον) λαβὶς πρὸς ἐξαγωγὴν συντριμμάτων ὀστῶν, Γαλην. ΙΙ. = ὀστεοκόπος Ι, Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 2.
Greek Monolingual
η (Α ὀστάγρα)
η οστεάγρα
αρχ.
1. λαβίδα χρήσιμη για την εξαγωγή συντριμμάτων οστού
2. οστεοκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. μυ-άγρα, πυρ-άγρα)].