ὀτοτοῖ: Difference between revisions
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(Bailly1_4) |
(29) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>non</i> [[ὀττοτοῖ]];<br />[[ὀτοτοτοῖ]] ESCHL <i>ou</i> [[ὀτοτοῖ]] [[τοτοῖ]] SOPH;<br /><i>interj.</i><br /><i>cri de douleur</i> hélas ! hélas ! hélas !. | |btext=<i>non</i> [[ὀττοτοῖ]];<br />[[ὀτοτοτοῖ]] ESCHL <i>ou</i> [[ὀτοτοῖ]] [[τοτοῖ]] SOPH;<br /><i>interj.</i><br /><i>cri de douleur</i> hélas ! hélas ! hélas !. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὀτοτοῑ και ὀττοτοῑ και ὀτοτοτοτοῑ και ὀττοτοτοτοτοῑ και ὀττοτοττοτοῑ (Α)<br />(επιφών. για πόνο, [[θλίψη]] <b>κ.λπ.</b>) ωχ!, αχ!<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το [[ὄτοβος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
(not ὀττοτοῖ, as freq. in codd.), an exclamation of pain and grief,
A ah! woe! A. Pers.918 (anap.), E.Or.1389, al.; doubled, Id.Andr.1197, etc.; also lengthd., ὀτοτοτοῖ A.Pers.268, al.; ὀτοτοτοτοῖ Id.Ag.1072; ὀτοτοτοτοῖ τοτοῖ cj. in S.El.1245; ὀττοτοτοτοτοῖ E. Tr. 1294; ὀττοτοττοτοῖ Id.Ion789.—Trag., only in lyr.
German (Pape)
[Seite 405] richtiger als ὀτοτοί, ein Schmerzensruf, θρηνῶδες ἐπίφθεγμα, Hesych., ach! weh! Aesch. Pers. 260 u. öfter, Ag. 1042 Ch. 156; ὀτοτοῖ τοτοῖ, Soph. El. 1257; Eur. Or. 1390 u. öfter; auch ὀττοτοτοῖ, Troad. 1787; Sp., πολὺ τὸ ὀττοτοῖ, Luc. Cont. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ὀτοτοῖ: (οὐχὶ ὀττοτοῖ, ὡς συχνάκις ἐν Ἀντιγράφοις), ἐπιφώνημα ἄλγους καὶ θλίψεως, ἄχ, ὤχ! Τραγ.· διπλοῦν, Εὐρ. Ἀνδρ. 1197, κτλ.· ὡσαύτως ἐκτεταμ. ὀτοτοτοῖ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 268 κ. ἀλλ.· ὀτοτοτοῖ τοτοῖ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1072· ὀτοτοτοτοῖ τοτοῖ Σοφ. Ἠλ. 1245· ὀτοτοτοτοτοτοῖ Εὐρ. Τρῳ 1294, Ἴων 789.
French (Bailly abrégé)
non ὀττοτοῖ;
ὀτοτοτοῖ ESCHL ou ὀτοτοῖ τοτοῖ SOPH;
interj.
cri de douleur hélas ! hélas ! hélas !.
Greek Monolingual
ὀτοτοῑ και ὀττοτοῑ και ὀτοτοτοτοῑ και ὀττοτοτοτοτοῑ και ὀττοτοττοτοῑ (Α)
(επιφών. για πόνο, θλίψη κ.λπ.) ωχ!, αχ!
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το ὄτοβος].