ὀστοκλάστης: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(6_19) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀστοκλάστης''': -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Γλωσσ. | |lstext='''ὀστοκλάστης''': -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀστοκλάστης]], ὁ (Α)<br />[[οστοκατεάκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀστέον]] / [[ὀστοῦν]] <span style="color: red;">+</span> [[κλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κλῶ</i> «[[σπάω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κεφαλο</i>-[[κλάστης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, = foreg., Cyran.98, Gloss.
German (Pape)
[Seite 400] ὁ, = Vorigem, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστοκλάστης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὀστοκλάστης, ὁ (Α)
οστοκατεάκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + κλάστης (< κλῶ «σπάω»), πρβλ. κεφαλο-κλάστης.