ὀστοκλάστης
From LSJ
English (LSJ)
ὀστοκλάστου, ὁ, = ὀστοκατεάκτης (ossifrage, lammergeyer), Cyran. 98, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 400] ὁ, = Vorigem, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστοκλάστης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὀστοκλάστης, ὁ (Α)
οστοκατεάκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + κλάστης (< κλῶ «σπάω»), πρβλ. κεφαλοκλάστης.