ὀσφραντικός: Difference between revisions
κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμεν → harbour secret counsels
(6_11) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀσφραντικός''': -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ὀσφραίνεσθαι, ὀξεῖαν ἔχων ὄσφρησιν, κυνίδια Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 5. 2, 7· ἐπὶ ἀμπέλου, [[εὐαίσθητος]] εἰς [[ὀσμάς]], Θεοφράστου π. Φυτ. Αἰτ. 2. 18, 4, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 6. 2) τὸ ὀσφρ. [[αἰσθητήριον]], τὸ [[ὄργανον]] τῆς ὀσφρήσεως, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 13., 3. 1, 1· τὸ ὀσφραντικόν, ἡ [[δύναμις]] τοῦ ὀσφραίνεσθαι, ὃ ἐνεργείᾳ ἡ [[ὄσφρησις]], τοῦτο δυνάμει τὸ ὀσφρ. ὁ αὐτ. π. Αἰσθ. 2, 19. ΙΙ. τὸ ὀσφραντικόν, = ὀσφραντήριον, ΙΙ. Γαλην. | |lstext='''ὀσφραντικός''': -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ὀσφραίνεσθαι, ὀξεῖαν ἔχων ὄσφρησιν, κυνίδια Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 5. 2, 7· ἐπὶ ἀμπέλου, [[εὐαίσθητος]] εἰς [[ὀσμάς]], Θεοφράστου π. Φυτ. Αἰτ. 2. 18, 4, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 6. 2) τὸ ὀσφρ. [[αἰσθητήριον]], τὸ [[ὄργανον]] τῆς ὀσφρήσεως, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 13., 3. 1, 1· τὸ ὀσφραντικόν, ἡ [[δύναμις]] τοῦ ὀσφραίνεσθαι, ὃ ἐνεργείᾳ ἡ [[ὄσφρησις]], τοῦτο δυνάμει τὸ ὀσφρ. ὁ αὐτ. π. Αἰσθ. 2, 19. ΙΙ. τὸ ὀσφραντικόν, = ὀσφραντήριον, ΙΙ. Γαλην. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀσφραντικός]], -ή, -όν) [[οσφραντός]]<br />(ο [[σχετικός]] με την όσφρηση, [[οσφρητικός]] α. «οσφραντικό [[νεύρο]]» β. «τὸ ὀσφραντικὸν [[αἰσθητήριον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οξεία]] όσφρηση, που [[είναι]] [[ευαίσθητος]] σε οσμές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀσφραντικόν</i><br />α) η [[δύναμη]], η [[ικανότητα]] κάποιου να οσφραίνεται<br />β) το [[οσφράδιο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A capable of smelling, quick of scent, [κυνίδια] Arist.GA781b10; of the vine, sensitive to odours, Thphr.CP2.18.4. 2 τὸ ὀ. αἰσθητήριον the organ of the sense of smell, Arist. de An. 421b32; τὸ ὀσφραντικόν the capacity of smelling, ὃ ἐνεργείᾳ ἡ ὄσφρησις, τοῦτο δυνάμει τὸ ὀ. Sens.438b22.
German (Pape)
[Seite 401] zum Riechen gehörig, Arist. gen. an. 5, 2; τὸ ὀσφ., sp. Medic., wie ὀσφραντήριον.
Greek (Liddell-Scott)
ὀσφραντικός: -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ὀσφραίνεσθαι, ὀξεῖαν ἔχων ὄσφρησιν, κυνίδια Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 5. 2, 7· ἐπὶ ἀμπέλου, εὐαίσθητος εἰς ὀσμάς, Θεοφράστου π. Φυτ. Αἰτ. 2. 18, 4, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 6. 2) τὸ ὀσφρ. αἰσθητήριον, τὸ ὄργανον τῆς ὀσφρήσεως, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 13., 3. 1, 1· τὸ ὀσφραντικόν, ἡ δύναμις τοῦ ὀσφραίνεσθαι, ὃ ἐνεργείᾳ ἡ ὄσφρησις, τοῦτο δυνάμει τὸ ὀσφρ. ὁ αὐτ. π. Αἰσθ. 2, 19. ΙΙ. τὸ ὀσφραντικόν, = ὀσφραντήριον, ΙΙ. Γαλην.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὀσφραντικός, -ή, -όν) οσφραντός
(ο σχετικός με την όσφρηση, οσφρητικός α. «οσφραντικό νεύρο» β. «τὸ ὀσφραντικὸν αἰσθητήριον», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει οξεία όσφρηση, που είναι ευαίσθητος σε οσμές
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντικόν
α) η δύναμη, η ικανότητα κάποιου να οσφραίνεται
β) το οσφράδιο.