οὐλοφυής: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(6_7) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐλοφυής''': -ές, ([[οὖλος]] Α) ὁ [[ὅλως]] ἐν φυσικῇ καταστάσει, Ἐμπεδ. 321, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 2. 8, 12. | |lstext='''οὐλοφυής''': -ές, ([[οὖλος]] Α) ὁ [[ὅλως]] ἐν φυσικῇ καταστάσει, Ἐμπεδ. 321, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 2. 8, 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οὐλοφυής]], -ές (Α)<br />αυτός που διατελεί σε εντελώς [[φυσική]] [[κατάσταση]], [[ακατέργαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (Ι) (<b>βλ. λ.</b> <i>όλος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>φυής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (οὖλος A)
A rough, raw, undifferentiated, of lumps of earth (τύποι χθονός), Emp.62.4.
German (Pape)
[Seite 414] ές, für ὁλοφυής, ganz im ersten Naturzustande, unausgebildet, Empedocl. 198, vgl. Sturz p. 376 ff.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλοφυής: -ές, (οὖλος Α) ὁ ὅλως ἐν φυσικῇ καταστάσει, Ἐμπεδ. 321, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 2. 8, 12.
Greek Monolingual
οὐλοφυής, -ές (Α)
αυτός που διατελεί σε εντελώς φυσική κατάσταση, ακατέργαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (Ι) (βλ. λ. όλος) + -φυής (< φύομαι), πρβλ. μεγαλο-φυής].