ὀχέτευμα: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀχέτευμα''': τό, = [[ὀχετός]]· [[μέρος]] δὲ [[αὐτοῦ]] (δηλ. τοῦ μυκτῆρος) τὸ μὲν [[διάφραγμα]] [[χόνδρος]], τὸ δὲ [[ὀχέτευμα]] κενὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11. 8. | |lstext='''ὀχέτευμα''': τό, = [[ὀχετός]]· [[μέρος]] δὲ [[αὐτοῦ]] (δηλ. τοῦ μυκτῆρος) τὸ μὲν [[διάφραγμα]] [[χόνδρος]], τὸ δὲ [[ὀχέτευμα]] κενὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11. 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀχέτευμα]], τὸ (Α) [[οχετεύω]]<br />ο [[πόρος]] της [[μύτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A = ὀχετός: duct or passage of the nose, Arist.HA492b16.
German (Pape)
[Seite 429] τό, Kanal, Wasserleitung, Arist. H. A. 1, 11 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχέτευμα: τό, = ὀχετός· μέρος δὲ αὐτοῦ (δηλ. τοῦ μυκτῆρος) τὸ μὲν διάφραγμα χόνδρος, τὸ δὲ ὀχέτευμα κενὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11. 8.