ὀψοφαγία: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />gourmandise raffinée.<br />'''Étymologie:''' [[ὀψοφάγος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />gourmandise raffinée.<br />'''Étymologie:''' [[ὀψοφάγος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀψοφαγία]], ἡ (Α) [[οψοφάγος]]<br /><b>1.</b> το να τρώει [[κανείς]] εύγευστα εδέσματα («ὀψοφαγίαις καὶ πολυτελείαις δείπνων», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> [[διατροφή]] που [[κυρίως]] περιλαμβάνει ψάρια. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A dainty living, Aeschin.1.42 (pl.), Theopomp. Hist. 179, Arist.EE1231a20, Philostr.VA1.9. II fish-diet, Zeno Stoic.1.66.
German (Pape)
[Seite 434] ἡ, Leckerei, Schlemmerei; Ath. VIII, 343 b u. öfter; καὶ ἀσέλγεια, Plut. Symp. 4, 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψοφᾰγία: ἡ, τὸ ἐσθίειν παντοδαπὰ ὄψα καὶ ἐμβάμματα, Αἰσχίν. 6.33, Θεοπόμπ. Ἱστ. 204.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
gourmandise raffinée.
Étymologie: ὀψοφάγος.
Greek Monolingual
ὀψοφαγία, ἡ (Α) οψοφάγος
1. το να τρώει κανείς εύγευστα εδέσματα («ὀψοφαγίαις καὶ πολυτελείαις δείπνων», Αισχίν.)
2. διατροφή που κυρίως περιλαμβάνει ψάρια.