παλιμβουλία: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(6_5) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλιμβουλία''': -βουλος, ἡμαρτημ. γραφαὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἀντὶ τῶν: παλιμνολία, -βολος, [[οἷον]] ἐν Πολέμωνος Φυσιογν. 250, ἐν Σχολ. εἰς Θουκ. 3. 37, Εὐστ. 375. 1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 190. | |lstext='''πᾰλιμβουλία''': -βουλος, ἡμαρτημ. γραφαὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἀντὶ τῶν: παλιμνολία, -βολος, [[οἷον]] ἐν Πολέμωνος Φυσιογν. 250, ἐν Σχολ. εἰς Θουκ. 3. 37, Εὐστ. 375. 1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 190. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[παλιμβουλία]] [[παλίμβουλος]]<br />η [[συνεχής]] [[αλλαγή]] της γνώμης, η [[αστάθεια]] της γνώμης. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
A f.l. for -βολία, Adam.2.24:
German (Pape)
[Seite 448] ἡ, Aenderung des Entschlusses, v. l. für παλιμβολία.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμβουλία: -βουλος, ἡμαρτημ. γραφαὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἀντὶ τῶν: παλιμνολία, -βολος, οἷον ἐν Πολέμωνος Φυσιογν. 250, ἐν Σχολ. εἰς Θουκ. 3. 37, Εὐστ. 375. 1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 190.
Greek Monolingual
η (Α παλιμβουλία παλίμβουλος
η συνεχής αλλαγή της γνώμης, η αστάθεια της γνώμης.