παμῶχος: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(6_14)
(30)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾱμῶχος''': ὁ, Δωρ. ἀντὶ παμοῦχος, «ὁ [[κύριος]]» Ἡσύχ.. - οὕτω, πᾱμωχέω, [[κατέχω]] κέκτημαι, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 168. ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] ἔχει παμωχίων = κεκτημένος.
|lstext='''πᾱμῶχος''': ὁ, Δωρ. ἀντὶ παμοῦχος, «ὁ [[κύριος]]» Ἡσύχ.. - οὕτω, πᾱμωχέω, [[κατέχω]] κέκτημαι, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 168. ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] ἔχει παμωχίων = κεκτημένος.
}}
{{grml
|mltxt=[[παμῶχος]], ὁ (Α)<br />[[κάτοχος]], [[κύριος]], [[ιδιοκτήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πᾶμα]] «[[κτήμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>οχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 455] ὁ, dor. = παμοῦχος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πᾱμῶχος: ὁ, Δωρ. ἀντὶ παμοῦχος, «ὁ κύριος» Ἡσύχ.. - οὕτω, πᾱμωχέω, κατέχω κέκτημαι, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 168. ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει παμωχίων = κεκτημένος.

Greek Monolingual

παμῶχος, ὁ (Α)
κάτοχος, κύριος, ιδιοκτήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶμα «κτήμα» + -οχος (< ἔχω)].