πάντευχος: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(6_19) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάντευχος''': -ον, ὡπλισμένος ἀπὸ κεφαλῆς [[μέχρι]] ποδῶν, Χρησμ. ἐν Δαμασκ. περὶ Ἀρχ. σ. 196. | |lstext='''πάντευχος''': -ον, ὡπλισμένος ἀπὸ κεφαλῆς [[μέχρι]] ποδῶν, Χρησμ. ἐν Δαμασκ. περὶ Ἀρχ. σ. 196. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />καλά εξοπλισμένος, [[πάνοπλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τεῦχος]] «όπλο»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A armed cap-à-pie, Orac.Chald. ap. Dam.Pr.70.
German (Pape)
[Seite 463] in voller Waffenrüstung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πάντευχος: -ον, ὡπλισμένος ἀπὸ κεφαλῆς μέχρι ποδῶν, Χρησμ. ἐν Δαμασκ. περὶ Ἀρχ. σ. 196.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
καλά εξοπλισμένος, πάνοπλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + τεῦχος «όπλο»].