παραγλύφω: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_3) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραγλύφω''': [ῠ]: μέλλ. -ψω, παραχαράττω, τῶν παραγλυφόντων τὰς σφραγῖδας Διόδ. 1. 78· πρβλ. [[παρακόπτω]]. ΙΙ. [[ἀποξέω]], Ἱππ. περὶ Ἀγμῶν 773, Γαλην. 2, 461, 17. | |lstext='''παραγλύφω''': [ῠ]: μέλλ. -ψω, παραχαράττω, τῶν παραγλυφόντων τὰς σφραγῖδας Διόδ. 1. 78· πρβλ. [[παρακόπτω]]. ΙΙ. [[ἀποξέω]], Ἱππ. περὶ Ἀγμῶν 773, Γαλην. 2, 461, 17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παραχαράσσω]] («ἤ τῶν παραγλυφόντων τὰς σφραγίδας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποξέω]] σχηματίζοντας [[κοίλωμα]], [[κοιλαίνω]] με [[λάξευση]] («παραγλύψαντα χρὴ τοῡ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιῆσαι», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γλύφω]] «λαξένω, [[σκαλίζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ],
A counterfeit, τὰς σφραγῖδας D.S.1.78. II cut a notch, παραγλύψαντα χρὴ τοῦ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιῆσαι Hp.Fract.31, cf. Gal.2.461, UP13.3.
German (Pape)
[Seite 474] ein fremdes Siegel nachmachen, es verfälschen, D. Sic. 1, 78; – oben einmeißeln, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παραγλύφω: [ῠ]: μέλλ. -ψω, παραχαράττω, τῶν παραγλυφόντων τὰς σφραγῖδας Διόδ. 1. 78· πρβλ. παρακόπτω. ΙΙ. ἀποξέω, Ἱππ. περὶ Ἀγμῶν 773, Γαλην. 2, 461, 17.
Greek Monolingual
Α
1. παραχαράσσω («ἤ τῶν παραγλυφόντων τὰς σφραγίδας», Διόδ.)
2. αποξέω σχηματίζοντας κοίλωμα, κοιλαίνω με λάξευση («παραγλύψαντα χρὴ τοῡ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιῆσαι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + γλύφω «λαξένω, σκαλίζω»].