παρακαλπάζω: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=caresser, flatter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καλπάζω]].
|btext=caresser, flatter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καλπάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[τρέχω]] [[πεζός]] [[δίπλα]] σε [[άλογο]] που καλπάζει κρατώντας το από τον χαλινό («μικρὰ δὲ οὕτω παρακαλπάσας καὶ καταψήσας», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαλπάζω Medium diacritics: παρακαλπάζω Low diacritics: παρακαλπάζω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΛΠΑΖΩ
Transliteration A: parakalpázō Transliteration B: parakalpazō Transliteration C: parakalpazo Beta Code: parakalpa/zw

English (LSJ)

   A run beside a trotting horse, π. καὶ καταψήσας Plu. Alex.6.

German (Pape)

[Seite 481] nebenhertraben, τινά, Plut. Alex. 6.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαλπάζω: τρέχω πεζὸς πλησίον καλπάζοντος ἵππου κρατῶν αὐτὸν ἀπὸ τοῦ χαλινοῦ, παρακαλπάσας (τῷ ἵππῳ) καὶ καταψήσας Πλουτ. Ἀλέξ. 6, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 283. 10.

French (Bailly abrégé)

caresser, flatter, acc..
Étymologie: παρά, καλπάζω.

Greek Monolingual

ΜΑ
τρέχω πεζός δίπλα σε άλογο που καλπάζει κρατώντας το από τον χαλινό («μικρὰ δὲ οὕτω παρακαλπάσας καὶ καταψήσας», Πλούτ.).