παράξυστον: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(6_21) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράξυστον''': τό, [[ἐργαλεῖον]] τεκτονικὸν ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1150, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[ὑπαγωγεύς]]· · πρβλ. [[ξυστόν]], καὶ ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. [[ὑπαγωγεύς]]. | |lstext='''παράξυστον''': τό, [[ἐργαλεῖον]] τεκτονικὸν ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1150, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[ὑπαγωγεύς]]· · πρβλ. [[ξυστόν]], καὶ ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. [[ὑπαγωγεύς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [[παραξύω]]<br />[[εργαλείο]] οικοδόμων με το οποίο έξυναν και έσιαζαν τα τούβλα [[μεταξύ]] τους. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, mason's tool, gloss on ὑπαγωγεύς, Sch.Ar.Av. 1150.
German (Pape)
[Seite 492] τό, ein Werkzeug der Maurer, ᾡ ἀπευθύνουσι τὰς πλίνθους πρὸς ἀλλήλας, Schol. Ar. Av. 1150.
Greek (Liddell-Scott)
παράξυστον: τό, ἐργαλεῖον τεκτονικὸν ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1150, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ὑπαγωγεύς· · πρβλ. ξυστόν, καὶ ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. ὑπαγωγεύς.
Greek Monolingual
τὸ, Α παραξύω
εργαλείο οικοδόμων με το οποίο έξυναν και έσιαζαν τα τούβλα μεταξύ τους.