παραναδύομαι: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> παραναδύσομαι, <i>ao.2</i> παρανέδυν, <i>etc.</i><br />sortir d’auprès de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀναδύομαι]]. | |btext=<i>f.</i> παραναδύσομαι, <i>ao.2</i> παρανέδυν, <i>etc.</i><br />sortir d’auprès de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀναδύομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[αναδύομαι]]<br />[[αναδύομαι]] [[δίπλα]] σε κάποιον ή [[βγαίνω]] από [[κάπου]] έρποντας («ὄφεις... ἐκ τοῡ κισσοῡ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι... ἐξέπληττον», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
Med., with aor. 2 and pf. Act.,
A creep, crawl out, ἐκ τῶν λίκνων Plu.Alex.2.
German (Pape)
[Seite 490] (s. δύω), mit dem aor. παρανέδυν, daneben herauskommen, hervortauchen, Plut. Alex. 2, ἔκ τινος.
Greek (Liddell-Scott)
παραναδύομαι: Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐξέρχομαι, ἀνέρχομαι ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἀναφαίνομαι πλησίον, Πλουτ. Ἀλέξ. 2.
French (Bailly abrégé)
f. παραναδύσομαι, ao.2 παρανέδυν, etc.
sortir d’auprès de.
Étymologie: παρά, ἀναδύομαι.
Greek Monolingual
ΜΑ αναδύομαι
αναδύομαι δίπλα σε κάποιον ή βγαίνω από κάπου έρποντας («ὄφεις... ἐκ τοῡ κισσοῡ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι... ἐξέπληττον», Πλούτ.).