παρίπταμαι: Difference between revisions
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(6_14) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρίπταμαι''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[παραπέτομαι]], Μελέαγρ. 41, Φιλόστρ. 739, κλ. | |lstext='''παρίπταμαι''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[παραπέτομαι]], Μελέαγρ. 41, Φιλόστρ. 739, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[παραπέτομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἵπταμαι]] «[[πετώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
A = παραπέτομαι, Diog.Oen.25, Aesop.140.
German (Pape)
[Seite 523] (s. ἵπταμαι), bei späteren Schriftstellern Nebenform von παραπέτομαι, vorbeifliegen, ἢν μυῖα παραπτῇ, Mel. 41 (XII, 70); auch = übertreffen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρίπταμαι: μεταγεν. τύπος τοῦ παραπέτομαι, Μελέαγρ. 41, Φιλόστρ. 739, κλ.
Greek Monolingual
Α
παραπέτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἵπταμαι «πετώ»].